Όταν οι Ντιτιέ Οριόλ και Γιούχα Κάνκουνεν βρισκόντουσαν στην Ομάδα της Toyota για την περίοδο 1993 – 1995 πολλοί είχαν να λένε για τις διαφορές ανάμεσα στους δύο οδηγούς. Ο μεν Γιούχα μπορούσε με ένα αυτοκίνητο ράλι το οποίο είχε στραβώσει σε ατύχημα να κινηθεί αρκετά γρήγορα διεκδικώντας θέσεις χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα το στήσιμο του (π.χ. Φινλανδίας 1994). Ο δε Ντιτιέ Οριόλ, που είναι ίσως ο πιο τελειομανής όσον αφορά το στήσιμο του αγωνιστικού του, δήλωνε ότι γι’αυτόν αυτοκίνητο στραβό από ατύχημα δεν μπορεί να οδηγηθεί. Αυτοκίνητο όμως που είναι στημένο στα μέτρα του και του δώσει το κατάλληλο «αίσθημα εμπιστοσύνης» (feeling) μπορεί να οδηγηθεί στα 110% χωρίς κανείς να μπορεί να τον πιάσει, π.χ. Μόντε 1993, 1994 με Celica και 98 με Corolla στην Ισπανία. Επίσης, ο Κάνκουνεν είναι πιο συμπαθής στα μηχανικά μέρη του αυτοκινήτου από ότι ο Οριόλ. Αυτό ήταν εμφανές κατά τη διάρκεια των σέρβις όταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες (ίδια αυτοκίνητα και ειδικές) το κιβώτιο ταχυτήτων στο αυτοκίνητο του Οριόλ ήταν στα πρόθυρα κατάρρευσης ενώ του Κάνκουνεν δεν είχε και πολλές φθορές και αλλαζόταν προληπτικά.